- Εὐτείχεος
- Εὐτείχηςmasc gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐτείχεος — well walled masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτείχεος — εὐτείχειος, ον και επικ. τ. ἐϋτείχεος, ον (Α) αυτός που έχει ισχυρά τείχη, ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός («Τροίην ἐϋτείχεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * τείχεος (< τείχος), ομηρ. τύπος τού ευ τειχής για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
εὐτείχεον — εὐτείχεος well walled masc/fem acc sg εὐτείχεος well walled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτείχεα — εὐτείχεος well walled neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτειχής — εὐτειχής, ές και ἐϋτειχής, ές (Α) εὐτείχεος* (τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐτειχῆ πάγον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τειχής (< τείχος), πρβλ. αμφι τειχής, επτα τειχής] … Dictionary of Greek